Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ - ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΤΗΣ ΕΡΤ

4 Αυγούστου 1991
 

Δείτε το VIDEO ΕΔΩ:

Στη συγκεκριμένη εκπομπή της σειράς «ΔΙΑΛΟΓΟΙ» ο ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ συνομιλεί με τον ποιητή ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΤΑΚΟ φωτίζοντας πτυχές της προσωπικότητάς του και του ποιητικού του έργου. Στο πρώτο μέρος, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της κρίσης του πολιτισμού στον σύγχρονο κόσμο, τους πολέμους και την απειλή της υπέρμετρης τεχνολογικής προόδου εναντίον της ανθρωπότητας, με αφορμή την έντονη διαμαρτυρία στα ποιήματα του ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ για την απανθρωποποίηση και τις πολιτικές του αναζητήσεις.
 Ο Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ εκφράζει τους προβληματισμούς του για τη σύγχρονη εποχή ενώ εξηγεί τις έννοιες της αγάπης και της ειρήνης στις οποίες επικεντρώνεται η βαθιά ανθρωπιστική ποίησή του. Κατόπιν, αναλύονται ο ρόλος της Φύσης και τα φυσιολατρικά σύμβολα στο έργο του.
Ο ποιητής αναφέρεται στη σχέση του με το βουνό του Ταΰγετου και εξηγεί πώς η αγάπη του για τη φύση συνδέεται με τα παιδικά του βιώματα. Κάνει αναφορά στην επίδραση που άσκησε πάνω του η προσωπικότητα του πατέρα του, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ, ενώ θυμάται τη φιγούρα της μητέρας του από τα παιδικά του χρόνια στην Πλούμιτσα Λακωνίας.
Ο Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ μιλάει, ακόμη, για την οικονομική ανέχεια κατά την περίοδο εγκατάστασής του στην Αθήνα και τις περιστασιακές του δουλειές προκειμένου να επιβιώσει, για τα χρόνια της αυτοεξορίας του στην Ελβετία και την Ιταλία στη διάρκεια της Δικτατορίας, και την ασθένειά του, και για τον τρόπο που η συγκεκριμένη φάση της ζωής του αντανακλάται στο έργο του.
Στο τελευταίο μέρος, γίνεται λόγος για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ποιητικού του έργου, τον επαναστατικό χαρακτήρα και τη μεταφυσική αγωνία της πρώτης περιόδου και για τον κοινωνικό προβληματισμό της μετέπειτα φάσης της ποίησής του, στραμμένης στα δικαιώματα των ανθρώπων και την ισορροπία των κοινωνικών σχέσεων.
Στις απόψεις του ποιητή για την τέχνη του, φανερώνεται η συνέπεια της στάσης ζωής του αναπόσπαστα συνδεδεμένης με την ποίησή του, απαλλαγμένης, σύμφωνα με τον ίδιο, από δογματισμούς.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Ο ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΒΡΕΤΤΑΚΟ

ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΒΡΕΤΤΑΚΟ


«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως

θα ελιχθώ προς τα πάνω

όπως ένα ρυακάκι πού μουρμουρίζει.

Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα

στους γαλάζιους διαδρόμους

συναντήσω αγγέλους,

θα τους μιλήσω ελληνικά,

επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.

Μιλάνεμεταξύ τους με μουσική.»

Κατέχει μια από τις κορυφαίες θέσεις στη σύγχρονη Ελληνική ποίηση. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης, είναι "Ποιητής της ελεύθερης φαντασίας, αφήνεται σε λυρικές ονειροπολήσεις, άλλοτε στους κανόνες της μετρικής και, συχνότερα, σε ρυθμική διαδοχή στίχων. Ιδιοσυγκρασία ευαίσθητη, φύση συναισθηματική και γνησίως λυρική, τυλίγει τα γραφτά του με μια διάχυση τρυφερότητας, δίνοντάς τους το άπλωμα, το γύρισμα και την ελαστικότητα της φαντασίας του".
Γεννήθηκε τη πρωτοχρονιά του 1912 στις Κροκεές Λακωνίας, στο σπίτι της θείας του Αρχόντως και πέθανε το 1991 στη Πλούμιτσα Λακωνίας. Η μητέρα του Ευγενία είχε μεταφερθεί στις Κροκεές από το διπλανό μικρό αγροτικό οικισμό, Πλούμιτσα, για να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Ο μικρός Νικηφόρος μεγάλωσε στις Κροκεές όπου και τελείωσε το δημοτικό σχολειό. Έμενε στο σπίτι του αδερφού της μητέρας του, του Νίκου Παντελεάκη που δεν είχε παιδιά. Σαν τελείωσε το δημοτικό πήγε στο γυμνάσιο στο Γύθειο, πάντα με τη βοήθεια του θείου του Νίκου αλλά και άλλων θείων του, μιας και ο πατέρας του ήταν πάμφτωχος. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα και σπάνια πλέον πήγαινε στο χωριό, κι όταν πήγαινε το έκανε για να δει τη μητέρα του την οποία υπεραγαπούσε.
Ακολούθησαν χρόνια πικρά και δύσκολα. Ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του άφησε την Πλούμιτσα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στις Κροκεές μαζί με τα αδέρφια του, Σοφία και Μιχάλη. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος παντρεύτηκε το 1934 την Πίτσα Αποστολίδου με την οποία είχαν δύο παιδιά, τον Κώστα και την Τζένη. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940-41 και το 1942 έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ο Λάκωνας ποιητής, κατά τη διάρκεια της χουντικής διδακτορίας, το 1967 αυτοεξορίστηκε. Όταν, με τη μεταπολίτευση, ξαναγύρισε από την ξενιτιά, θαρρείς και ανακάλυψε τη γενέθλια του γη, εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στις Κροκεές. Στις αρχές του 1980 έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στα χαλάσματα της Πλούμιτσας όπου και έγραψε πολλά από τα έργα του αγναντεύοντας το φίλο του τον Ταΰγετο. Στις μεταγενέστερες συλλογές του, εμφανής είναι μια επιστροφή στη φύση και στη γενέθλια γη που του ανοίγει δρόμους επαφής με τη δημοτική παράδοση. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή ποιημάτων καθώς και το ορατόριο «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», μια προσφορά στον Ελληνισμό της διασποράς.

Έργα του: Το μεσουράνημα της φωτιάς (1940), Ο Ταΰγετος και η σιωπή (1949), Τα θολά ποτάμια (1950), Πλούμιτσα (1951), Προμηθέας (1979) κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τιμήθηκε με πολλά Ελληνικά και ξένα βραβεία, ενώ προτάθηκε ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση. Την Κυριακή 4 του Αυγούστου 1991, το πρωί, ο ποιητής του Έθνους άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Πλούμιτσα.


Ο Ποιητής της ελεύθερης φαντασίας


Ο ποιητής του ήλιου και της αγάπης δεν είναι ανάμεσά μας. Το κενό που μας άφησε γίνεται ιδιαίτερα αισθητό καθώς η ποίησή του με την παγκοσμιότητα των μηνυμάτων της γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρη. Ως παράδοση και παραλαβή αγάπης, διεισδύει με τη μουσικότητα και αρμονία των στίχων της στο είναι των ανθρώπων.
Προεχτείνομαι σήμερα
Ξεπερνάω τα όρια

Περνώ σε μι' ανάληψη .γίνομαι μια ροή μουσικής

από σύμπαν σε σύμπαν
(Ενώπιος Ενωπίω, Β', 384)
Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου προσπαθεί να ωραϊσει τον κόσμο, ν' απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, να εξάρει τις έννοιες της αγάπης, της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έχοντας περάσει μια ζωή με πολλές αντιξοότητες από τα παιδικά του χρόνια στο Γύθειο, έχοντας πικραθεί από φίλους και εχθρούς αργότερα στην Αθήνα, μεταστρέφει την πίκρα σε αγάπη την οποία ανάγει σε ύψιστη δύναμη, που γίνεται το απαραίτητο στοιχείο της ύπαρξης του ανθρώπου.

«Αγαπώ! Άρα υπάρχω» θα αναφωνήσει στο Μεσουράνημα της Φωτιάς (Α', 111).

Με την έννοια της αγάπης συνάπτεται άρρηκτα η έννοια του ήλιου - φωτός και της ποίησης. Αυτές οι έννοιες που εμφανίζονται και μέσα από πολλαπλά σύμβολα αποτελούν τις σταθερές της ποίησης του Ν. Βρεττάκου.Τις αξίες αυτές επισημαίνει και σε πεζά του κείμενα. Αποκαλυπτικές είναι οι επισημάνσεις του στις ημερολογιακές σημειώσεις που κράταγε το 1962 όταν εργαζόταν στον Πειραιά, ως γραμματέας, στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών και που εκδόθηκαν με περισσή στοργή και επιμέλεια από το γιο του Κώστα Βρεττάκο το Δεκέμβριο του 1991. Και σ αυτές τις προσωπικές σημειώσεις επιβεβαιώνεται η εμμονή του στην αξία των παραπάνω εννοιών: Φως: η κορυφαία του χορού των λέξεων της ψυχής μου που ζητούσε να συνδεθεί με τις άλλες λέξεις Είχε μια πόρτα να σωθεί ο άνθρωπος. Την Αγάπη. Αυτή την Ωραία Πύλη.

Η ποίηση του Ν. Βρεττάκου μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους:

Η πρώτη (1929-1938) κυριαρχείται από ένα κλίμα μελαγχολίας και απαισιοδοξίας. Τόσο τα προσωπικά του βιώματα (σκληρά και μοναχικά παιδικά και νεανικά χρόνια), όσο και γενικότερο κλίμα πεσιμισμού της νεοελληνικής συμβολικής ποίησης συμβάλλουν σ' αυτό. Ο ποιητής συγκρούεται με τη φύση και την κοινωνία και αισθάνεται την περιθωριοποίησή του.
Έρχεται η νύχτα ατελείωτα,

στα σύμπαντα οι κόσμοι κυλούν δεμένοι,

γύρω μου τα λουλούδια μαδούν.

(Κάτω από σκιές και φώτα, Τύποις Τέχνη 1929)
Όμως προσπαθεί να ξεφύγει από το περιβάλλον της φθοράς και της απόγνωσης με την καταφυγή στη φύση, στον ουράνιο χώρο και το απώτερο παρελθόν, στα παιδικά χρόνια.
Η δεύτερη ποιητική του περίοδος (1939-1950) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και αγωνιστικότητα. Κυριαρχούν η συμφιλίωση με το θάνατο, το φως και τον ήλιο. Επίσης έχουμε, όπως και στην α' περίοδο, καταφυγή στο χώρο και στο χρόνο της παιδικής ηλικίας. Σ αυτά τα χρόνια που συμπίπτουν με σημαντικότατα ιστορικοκοινωνικά γεγονότα (Β' Παγκόσμιος πόλεμος, εποποιία του αλβανικού μετώπου, τριπλή ξενική κατοχή, εθνική αντίσταση, τραγωδία του εμφυλίου) η ποίησή του έχει δύο κατευθύνσεις. Η μία συνδέεται άμεσα με τους απελευθερωτικούς αγώνες του ελληνικού λαού. Ο ποιητής εκφράζει το θαυμασμό του για την αγωνιστικότητα των Ελλήνων για κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η εθνική αντίσταση, στην οποία πήρα μέρος ο ίδιος, θεωρείται από τον ποιητή συνέχεια των αγώνων του 1821. Τα ποιήματά του "Ηρωική Συμφωνία" (1944), "33 ημέρες" (1945), "Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ" (1945), "Τα Θολά Ποτάμια" (1950), αποτελούν μια μαρτυρία των δραματικών γεγονότων της εποχής. Ιδιαίτερα συγκινείται ο ποιητής από την αυτοθυσία των νέων αγωνιστών.
Άναψες κάτω από το σακάκι σου

το πρώτο κλεφτοφάναρο

Καρδιά των καρδιών!

Σκέφτηκες τον ήλιο και προχώρησες

Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο

κι έπαιξες τον άνθρωπο!

(Παραμυθένια Πολιτεία, Α' 142)
Ο άνθρωπος με την αγωνιστικότητά του γίνεται ισότιμος με τον Θεό.

Στις "33 ημέρες", - ποίημα που αποτελεί ύμνο στους αριστερούς φοιτητές -, παραλληλίζει τους αγώνες του λαού με το μαρτύριο του Χριστού.

Στα Θολά Ποτάμια αποτυπώνει τις φρικαλεότητες του πολέμου.
Έβρεχε η θλίψη σα νερό

μέσα στις πολιτείες!

Έβρεχε απελπισία

και ψήλωνε η λάσπη πάνω στης γης!

Και τα ποτάμια πλάταιναν! Και τα ποτάμια μάλωναν

(Τα Θολά Ποτάμια, Α , 192)
Μέσα απ' αυτά τα ποιήματά του ο Βρεττάκος καταξιώνει τον άνθρωπο και το συλλογικό του αγώνα.Στην ίδια περίοδο απογοητεύεται ιδεολογικά τα ιδανικά του συντρίβονται. Στο αδιέξοδο αυτό βρίσκεις λύσεις πάλι με την καταφυγή στο παρελθόν, στα παιδικά χρόνια και την πατρική γη. Ο Ταϋγετος και η Πλομίτσα, ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια είναι ο παράδεισός του. Η φύση της πατρικής γης τον γεμίζει αισιοδοξία.

Ο Ταϋγετος μετατρέπεται συμβολικά σε οδηγητή του ποιητή.
Έτσι μου στάθηκε ο Ταϋγετος:

όπως ο κόρφος της μητέρας μου

Να σχηματίσει μέσα στη ζωή μου δώδεκα κορφές

Για ν' ανεβώ με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο!

Όσο να γεννηθούνε

Τα δύο παιδιά του Θεού μέσα μου:

Η ποίηση και η αγάπη!

(Ο Ταϋγετος και η Σιωπή, Α', 181)
Ο Ταϋγετος, λοιπόν, χώρος αγνότητας και καθαρότητας αποτελεί και χώρο αποκάλυψης της τέχνης και της ομορφιάς. Όχι όμως μόνο ο Ταϋγετος αλλά και η φύση και το σύμπαν αποτελεί πηγή αγνότητητας και ομορφιάς. Στις συλλογές "Το βιβλίο της Μαργαρίτας" (1948) και "Ο Ταϋγετος και η Σιωπή" (1949) ο ποιήτης διατυπώνει την πίστη του στις ιδέες της αγάπης, της αγνότητας, του φώτος.Η Μαργαρίτα πρόσωπο φανταστικό είναι σύμβολο ομορφιάς, αθωότητας, ερωτισμού. Σχετίζεται με τη φύση το φώς και τον ήλιο. Το σύμβολο της Μαργαρίτας πρωτοσυναντούμε στη συλλογή Μαργαρίτα - Εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939). Μετά από επεξεργασία δέκα χρονών τη συναντάμε στο βιβλίο της Μαργαρίτας, όπου το γυναικείο αυτό σύμβολο γίνεται φως και μέσω αυτού εκπέμπει την ομορφιά και την αγάπη της σ' όλο τον κόσμο.
[ Η Μαργαρίτα] έγινε αγάπη!

Κ' έγινε βροχή!

Κ' εγινέ αστέρι και ήλιος

( Το βιβλίο της Μαργαρίτας, Α' , 154)
.....η Μαργαρίτα έγινε άγάπη και γυρνά στο σύμπαν. Βρέχει, φέγγει, κι αδειάζει χαμηλώνοντας στ άνθη, με την ποδιά της, γύρη απ' την Ακατοίκητη Χώρα.( Το βιβλίο της Μαργαρίτας, Α' ,161-162)
Οι έννοιες φώς,φύση, αγάπη, αγνότητα θα απασχολήσουν τον Βρεττάκο και τις συλλογές της τρίτης ποιητικής του περιόδου (1961-1974) και μάλιστα αναδεικνύονται περισσότερο καθώς αντιπαρατίθενται στις αντίθετές τους φως-σκοτάδι , αγάπη-μίσος καταστροφικό. Στις αξίες αυτές ερχονται να προστεθούν και οι εννοιες της γνώσης και της επιστήμης που συνεπικουρούν άλλοτε τις θετικές αξίες: φως-αγάπη, άλλοτε τις αρνητικές:σκοτάδι καταστροφή. Τα χαρακτηριστικά ποιήματα αυτής της περιόδου είναι :"Η μητέρα μου στην εκκλησία" και "Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ". Στη συλλογή όμως "Το βάθος του κόσμου" ((1961) αναπτύσει τις βασικές έννοιές της ποίησης του καθώς και τις απόψεις του για την ποίηση.Στο ποίημα ¨Η μητέρα μου στην εκκλησία¨ η μητέρα του ποιητή, μέρος της φύσης, αντιπροσωπεύει την απλότητα,την αγνότητα, το συναίσθημα που ταυτίζεται με την έννοια της γνώσης.
Δεν ξέρει η μητέρα μου τι είναι ο ήλιος

Τον φαντάζετσαι αγάπη που ανατέλει στον ουρανό

....Δεν ξέρει ειναί αλήθεια

κι εγώ δεν της έγραψα.

Πως να γράψεικανείς στα πουλιά.

Ν' γράψει στ' αγριόδεντρα.

(Η μητέρα μου στην εκκλησία, Α' ,301)
Η γνώση του ποιητή γιού είναι ένα μυστήριο για τη μητέρα. Ο γιός όμως δεν αρκείται στη γνώση που τον κάνει να αισθανθεί την τραγικότητα του κόσμου, αλλά καταφεύγει στην αγάπη που ενσαρκώνεται στο χωροχρονικό παρελθόν.Ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ εκπροσωπώντας την ψυχρή γνώση, την ανάλγητη επιστήμη που αδιαφορεί για τον άνθρωπο είναι ο αντίποδας του μητρικού συμβόλου. Στο πρόσωπο του Οπενχάιμερ ο Βρεττάκος καταδικάζει την επιστήμη που οδηγέι στην καταστροφή.του ανθρώπου.
Πώς σας διέφυγε, φίλε Οπενχάιμερ- ένα σύνολο από μικρά και μεγάλαθαύματα - ο άνθρωπος(Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, , 229)
Η γνώση του ποιητή ενσωματωμένη στην αγάπη εντελώς διάφορη από την αντιανθρώπινα επιστημονικήσυμβάλει στη εξάπλωση του φωτός.
Το φώς περιμένει το χέρι μας.

Το σκότος το λάθος μας.[...........]

Δεν γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης,

Κ' έτσι γίνατε θάνατος!

Κ έτσι γίνατε τρόμος!

(Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ,231)
Στην ομορφία και στο φως, στον άνθρωπο και στο σύμπαν καθώς και στη ποίηση αναφέρονται και τα 271 ποιήματα που κατανέμοντι σε 11 ενότητεςαποτελούν "Το Βάθος του Κόσμου" (1961). Και στη συλλογή αυτή ο ήλιος και η αγάπη κυριαρχούν. Η αγάπη γίνεται δυνατή που συμβάλει στη επίλυση των προβλημάτων του ανθρώπου.Ο ποιητής θεωρώντας πως η αγάπη υπερέχει απέναντι στη γνώση θα πει "Μόνον η αγάπη είναι σοφή" (Το Βάθος του Κόσμου, Β' 258).
Η ειρήνη είναι απότοκος της αγάπης που ταυτίζεται με τον ήλιο.Ειρήνη είναι όταν τ'ανθρώπου η ψυχήγίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος' κι ο ήλιοςψυχή μες στον άνθρωπο(Το Βάθος του Κόσμου, Β' 263)
Ο ποιητής οργανώνει το ανθρώπινο σύμπαν σφαιρικά όπως το ηλιακό σύστημα. Όλα τα όντα έχουν ένα απέραντο βάθος." Ο κόσμος έχει το βάθος του ανθρώπου και ο άνθρωπος το βάθος του κόσμου" (Το Βάθος του Κόσμου,Β' 220). Στην ίδια ποιητική περίοδο ανήκουν και τα ποιήματα που αναφέρονται στο ταραγμένο κλίμα της δικτατορίας και που γράφτηκαν στους τόπους αυτοεξορίας του ποιητή, Ελβετία και Σικελία. Ποίηση γεμάτη πίκρα και απογοήτευση, απουσία ήλιου, μοναξία, νοσταλγία για το παρελθόν.
Κ' η Ελλάδατώρα σαν ένα μακρινό φεγγάρι από κιμώλία,φέγγει, αμυδρά, στης μνήμης το διάστημα.(Εσωτερική περιπέτεια, Β',311)
Η τέταρτη και τελευταία ποιητική περίοδος (1975-1990) χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία..Τόσο στην πρώτη ποιητική συλλογή "Το ποτάμι Μπυές" όσο και στο συνθετικό ποιητικό έργο "Προμηθέας" ή "Το παιχνίδι μιας μέρας" προβάλει ο Βρεττάκος το διαρκή αγώνα του ανθρώπου για μια πορεία προς τον ήλιο, για μια ανθρωπινότερη ζωή. Η θέση του ποιητή είναι για μια ανθρωπινότερη ζωή. Η θέση του ποιητή είναι η διαρκής εγρήγορση, η διαρκής επανάσταση.
....Κ ενώ ρέουμε ,ρέουμε, ρέουμε προς τη θάλασσα, κάθεδευτερόλεπτο, Μπυές, ξεκινάμε από την αρχή,τραβώντας για τα χωρικά ύδατατου ήλιου..............(Το ποτάμι Μπυές και το εφτά ελεγεία, Β' 420).
Στα ποιήματα της περιόδου αυτής το κοινωνικό στοιχείο είναι εμφανέστατο. Στον Προμηθέα ο ομώνυμος ήρωας προσπαθεί να καταλύσει το κράτος της βίας και του μίσους με το επαναστατικό πνεύμα για να εγκαταστήσει το κράτοςτης γνώσης και της αγάπης για το καλό του ανθρώπου. Οι ίδιες ιδέες αγωνιστηκότητας και εγκαρτέρησης, αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης κυριαρχούν και στη "Λειτουργία κάτω απ' την Ακρόπολη".
Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι και όταν συλλαμβαίνεσαι ασύλληπτη· κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια·κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι· κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα κι άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινητην οδό προς τον Άδη... Κι όταν ενταφιάζεσαι, δεν μένεις εκεί, παρά μόνο για μια ή για δύο, το πολύ για τέσσερις νύχτες· οπότε "όρθρου βαθεός" γιομίζεις το φως με πίδακες της Ανάστασης!
( Λειτουργία κάτω από την Ακρόπλολη, 4η έκδ. Αθ. 1988, σ.11)
Στη σύνθεση αυτή ανευρίσκουμε τις έννοιες της αγάπης και του ήλιου.
Πληρώθηκάν σοφίας ακοή και σοφίας το βλέμμα μου.Έτσι που όταν έλεγα "Ήλιος " ή "φως" ή "Θεός¨" να ξέρω τι λέω.( Λειτουργία κάτω από την Ακρόπλολη, 4η έκδ. Αθ. 1988, σ.44)
Στις τελευταίες του συλλογές Χορωδία (1988), Φιλοσοφία των λουλουδιών (1988) και Συνάντηση με τη Θάλασσα (1991) ο ποιήτης επιχειρεί με φιλοσοφικότερη διάθεση και σύνθετο περιεκτικό ποιητικό λόγο να ανασυνθέσει όλες τις αξίες που τον απασχόλησαν στο έργο του και στη ζωή του. Ο κόσμος της αγάπης του φωτός , του ήλιου, ο κόσμος της φύσης προβάλλονται ως ο χώρος της ηθικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου.
Άπλωνα, θάλασσα, τα χέρια παντούζητώντας απ' όλα βοήθεια και αγάπη.Όλα μου έδωσαν. Κι' εκτός από τον ομιλούντα σου φλοίσβο και τον ρυακίζουντα ουρανό, η ψυχή μουπήρε απ' όλα θησαύρισεπράγματα . Κι έγινε ομοίωση,σώμα μικρό του παντός. Η φωνή του φωνή μου, φως μου το φως του.Η ψυχή μου , ο κόσμος που γίνεται λόγος. Η ψυχή μου , ο λόγοςπου γίνεται κόσμος.(Συνάντηση με τη Θάλασσα ,Αθ. 1991, σ.21)
Ο Ν. Βρεττάκος ο πνευματικός αυτός "μεταλλωρύχος" κατάφερε με μια ποίηση μεστή νοημάτων, αλλά και έντονου συναισθηματισμού ,δημιουργικής φαντασίας επεξεργασμένης τέχνης και μουσικότητας ν'ανασύρει μέσα από τη σκοτεινή στοά το φως και την αγάπη και να τη διαδόση στον κόσμο. "Ο ρόλος μου είναι ρόλος μεταλλωρύχου. Ναι αισθάνομαι να είμαι κάτι σαν είδος μεταλλωρύχου.Κι εποχή μας εχει γίνει κάτι σαν είδος στοάς σκοτεινής, φορτωμένης , επικίνδυνης. Ευχαριστώ τη μοίρα που μούδωσε αυτή τη ψυχή, αυτή τη μικρή σκαπάνη και υπάρχω χάρις σ'αυτή".Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με την ακάλυπτη από το χρόνο ποίηση του θα υπάρχει πάντα ανάμεσα μας.Το έργο του θα αποτελέσει ένα ανεξάντλητο ορυχείο ευαισθησίας και ανθρωπιάς για όλους όσοι προσπάθούν να αντισταθούν στη φθορά της εποχής μας.

Κι όταν εγώ δεν θάχω σώμα

να έρχομαι πλέον εδώ,

θα συνεχίζεις εσύ ακόμη,

ακόμη κι ακόμη ν'ακούγεσαι,θάλασσα.

Όμως μπορείνα σε ακούνε και μένα

για κάμποσο ακόμη. Μπορεί

να βρίσκουνε και άλλα πράγματα

άγνωστα που τους είχανδιαφύγει,

μέσα στις λέξεις μου

(Συνάντηση με τη θάλασσαΑθ. 1991,σ.34)


ΠΗΓΗ:ΑΝΤΑ ΚΑΤΣΙΚΗ - ΓΚΙΒΑΛΟΥ


Νικηφόρος Βρεττάκος: Ο «μεταλλωρύχος» Ποιητής




ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

- ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ .- Αθήνα : τυπ. "Τέχνη",
- Ο ΠΟΛΕΜΟΣ .- Αθήνα, 1935 -
33 ΗΜΕΡΕΣ.- Αθήνα : Α. Ματαράγκας, 1945
- ΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΛΗΣΤΗ ΣΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΟΤΣΔΑΜ .- Αθήνα : Α. Ματαράγκας, 1945
- Η ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ .- Αθήνα : Α. Ματαράγκας, 1947
- ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ .-Αθήνα : Ανδρομέδα, 1949.
- ΠΛΟΥΜΙΤΣΑ .-Αθήνα : Τα "Πειραϊκά Χρονικά", 1952.
- ΕΞΟΔΟΣ ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ (ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΧΑΡΑ) .- Αθήνα, 1952.
- Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ .- Αθήνα : Δίφρος, 1957
- ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΥΣ .- Αθήνα : Δίφρος, 1959.
- ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. Η αγωνία του και το έργο του .- Αθήνα : Π. Σύψας- Χρ. Σιαμαντάς, 1960.
- ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ .- Αθήνα : Γ. Φέξης, 1961
- ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ .- Αθήνα : Θεμέλιο, 1964.
- ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ. Ποιήματα 1958-1967 .- Αθήνα : Διογένης, 1971.
- ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ. Ποιήματα 1929-1957 .- Αθήνα : Διογένης, 1972.
- ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ. Ποιήματα 1967-1970 .- Αθήνα : Διογένης, 1972.
- ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ .- Αθήνα : ΔΙΟΓΕΝΗΣ, 1974.
- ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ .- Αθήνα : ΔΙΟΓΕΝΗΣ, 1974
.- ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΦΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ .- Αθήνα : ΔΙΟΓΕΝΗΣ, 1975.
- ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ .- Αθήνα, 1976.
- Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ .- Αθήνα : ΔΙΟΓΕΝΗΣ, 1978.
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΥΣ. Εισαγωγή στην ποίηση .- Αθήνα : Πέργαμος Παιδικές Εκδόσεις , 1979.
- ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ .- Αθήνα : Κάκτος,
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ .- 3η έκδ.. .- Αθήνα : Τρία Φύλλα, 1981.
- ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ 1940-1944 .- Αθήνα : Σύγχρονη Εποχή, 1981
- ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΠΑΙΔΙ .- 2η έκδ. Αθήνα : Τρία φύλλα, 1983.
- ΤΟ ΑΓΡΙΜΙ .- 3η έκδ. Αθήνα : Τρία φύλλα, 1983.
- Ο ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ .- Αθήνα : Τρία Φύλλα,
- ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.- 2η έκδ. Αθήνα : Τρία φύλλα, 1983.
- ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΟΤΑΜΙ.- 2η έκδ. Αθήνα : Τρία φύλλα, 1984.
- Ο ΕΝΑΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ - Αθήνα :1984.
- ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ .- Αθήνα : Τρία Φύλλα, 1984.
- ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ .- 2η έκδ. .-Αθήνα : Τρία Φύλλα, 1984.
- ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ .-Αθήνα : Τρία Φύλλα, c1986.
- Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ .- Αθήνα , 1988.
- ΧΟΡΩΔΙΑ .- Αθήνα : Τρία Φύλλα, 1988.
- ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ (Ο λόγος του ποιητή στην Ακαδημία στις 9 Φεβρουαρίου 1988) .- Αθήνα :Φιλιππότης, 1988.
- ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (Γιορτές της Εξόδου 17 Απριλίου 1989) .- Αθήνα :Φιλιππότης, 1989.
- Η ΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ .- Αθήνα :Φιλιππότης, 1990.
- ΣΙΚΕΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ .- Αθήνα : Αστρολάβος/Ευθύνη, 1990.
- ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ. Ημερολογιακές σημειώσεις 1962 .- Αθήνα :1991.
- ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ .-Αθήνα : Τρία Φύλλα, 1991.
- ΟΔΥΝΗ .- Αθήνα : Πόλις, 1995.
- ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Ονειρευτήκαμε πολύ για ένα άλλο φως…»!

Συνέντευξη του Νικηφόρου Βρεττάκου στο Νίκο Λαγκαδινό

(Η συνέντευξη έγινε την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 1981 στα γραφεία της εφημερίδας «Εξόρμηση» στο . φύλλο 192, 5-6 Δεκεμβρίου 1981).
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του με τον τίτλο Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη. Οι απόψεις τού δημιουργού για το έργο του παρουσιάζουν πάντοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Απαντώντας στην «Ε» ο ποιητής λέει:


Θα έπρεπε να σας πω, πριν απ’ όλα, πως αυτό το βιβλίο απασχόλησε πολύ την ψυχή μου και τη σκέψη μου. Η ταραγμένη εποχή της γενιάς μου υπήρξε πολύ μακριά. Ζήσαμε δύσκολες ώρες, αποχτήσαμε τραγικές εμπειρίες, αναζητώντας και παλεύοντας σ’ αυτό τον κόσμο. Ονειρευτήκαμε πολύ για ένα άλλο φως με το οποίο θα καταυγαζόταν η ανθρωπότητα. Προπαντός – νομίζω πως μπορώ να μιλήσω και για λογαριασμό των άλλων συναδέλφων μου – αγαπήσαμε αυτό τον τόπο. Χρειάστηκαν, λοιπόν, όλα αυτά για να συνειδητοποιήσουμε τη μοναδικότητά του. Όχι μόνο τη μοναδικότητα του φυσικού του περιβάλλοντος γιατί αυτή μας μάγεψε και μας έπεισε απ’ όταν ανοίξαμε τα μάτια μας. Εννοώ και τη μοναδικότητά του σα φορέα υψηλής προσφοράς προς την ανθρωπότητα. Συνειδητοποιώντας τα πεπραγμένα του πνεύματος και της αρετής του ελλαδικού χώρου, γίναμε περήφανοι και πιστέψαμε ακόμη περισσότερο στην αξία της ζωής και των αγώνων της. Αν ό,τι έγινε εδώ, γινόταν μια φορά, θα μπορούσε να ειπεί κανείς πως γινόμαστε θύματα αυταπάτης, ελπίζοντας σε μια καινούργια ελληνική αναγέννηση.
Κι ασφαλώς ο σκοπός της «Λειτουργίας…», απ’ ό,τι έχουμε συμπεράνει, πρέπει να είναι η αφύπνιση της εθνικής μας συνείδησης και η αγάπη προς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον…
Βεβαίως. Είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε την ταυτότητα αυτού του τόπου, όχι από αγωνιστικό εθνικισμό αλλά από πατριωτικό και ανθρώπινο ταυτόχρονα χρέος. Όπως βλέπετε, το πηγαίνω πιο πέρα από το «πατριωτικό». Μιλώ και για το «ανθρωπινό». Το φως δεν χρειάζεται για να επιδειχτούμε αλλά να φωτίσουμε και την ανθρωπότητα στις δύσκολες ώρες της. Ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι, αυτή τη στιγμή, ένα πολιορκημένο Μεσολόγγι, από τα τρομακτικά όπλα της αλογιστίας κι εμείς γνωρίζουμε από εξόδους. Ξέρουμε να βγαίνουμε απ’ το σκοτάδι.
Θα θέλαμε να μας πείτε κάτι για τη γενική σύλληψη του θέματός σας…
Προσπάθησα να κλείσω σ’ ένα κύκλο όλες τις λαμπρές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, απ’ την αρχή της ως τα σήμερα, μια ιστορία που διακρίνεται από το πολύ αίμα κι απ’ το πολύ φως. Και θέλησα να σημάνω, με τα όσα έγραψα, ένα είδος συναγερμού που δεν προξενεί φόβο αλλά θάρρος και χαρά. Ν’ ανυψωθούμε και να ενωθούμε πάνω από τα πάθη μας. Να επικοινωνήσουμε με τις ρίζες μας και ν’ αποκτήσουμε τη συνεκτική ενότητα που μας λείπει. Σε μια συνέντευξη που μου πήρανε, τελευταία, στην ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα Σέρα», είπα πως αν ο κ. Παπανδρέου πετύχει την εθνική μας ενότητα, θα έχει προσφέρει τη μεγαλύτερη υπηρεσία που πρόσφερε ποτέ πρωθυπουργός σ’ αυτή τη χώρα. Νομίζω πως προς αυτή την κατεύθυνση κάτι προσφέρω με τη «Λειτουργία…» μου, που έχει πολλές ελπίδες να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο από τον Μάνο Κατράκη και στα κέντρα του απόδημου ελληνισμού.
Η συζήτησή μας, κύριε Βρεττάκο, οδηγεί κατευθείαν στο θέμα της ίδιας της ποίησης. Είναι φυσικό το ερώτημα: Τι ακριβώς, κατά τη δικιά σας άποψη, είναι ποίηση;
Δε νομίζω πως υπάρχει ορισμός, ο οποίος ν’ ανταποκρίνεται με κάποια, έστω και σχετική, πληρότητα, σ’ αυτό το ερώτημα. Οι διαδικασίες που προηγούνται της ποιητικής έκφρασης κρύβουν και κάποιο μυστήριο θα έλεγα γιατί συντελούνται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί συναντώνται η λογική και το συναίσθημα και γεννούν το άνθος αυτό του λόγου που δεν πεθαίνει ποτέ. Ενός λόγου που υποβάλλει και επιβάλλεται. Γι’ αυτό και οι παρεξηγήσεις πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι πολύ εύκολες. Συχνά συγχέουμε τον προχειρολόγο ρήτορα με τον ποιητή.
Ποια μέτρα νομίζετε πως μπορεί να πάρει σήμερα η Πολιτεία για την προαγωγή των Γραμμάτων και των Τεχνών στη χώρα μας – γιατί, οπωσδήποτε, πρέπει κανείς να περιμένει περισσότερη κατανόηση από την κυβέρνηση της Αλλαγής…
Η προσπάθεια για την ανάπτυξη των Γραμμάτων και των Τεχνών θα πρέπει ν’ αρχίσει από τη φωτισμένη παιδεία. Οι νέοι μας που θα διδαχτούν και θ’ αγαπήσουν τα Γράμματα και τις Τέχνες, με την αγάπη και το σεβασμό τους προς τους δημιουργούς, θα τους προσφέρουν τα πρώτα φτερά για την άνοδό τους σε υψηλότερα επίπεδα. Οι δημιουργοί χρειάζονται κατανόηση από το κοινό και αντικειμενική συμπεριφορά από την εξουσία απέναντί τους. Να μπουν στην πάντα τα κομματικά κριτήρια και να επεκταθούν τα προστατευτικά μέτρα που θεσπίστηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια. Να ενοποιηθούν τα λογοτεχνικά σωματεία για να επανακτήσουν το χαμένο τους κύρος.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με το βιβλίο, με την ευκαιρία της έκθεσης που γίνεται στο Ζάππειο, αλλά απ’ όσα μας είπατε μπορούμε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Προϋπόθεση αποτελεί η δημιουργία ενός ευρύτερου κοινού που θα προέλθει από τους νέους μας. Αλλά γι’ αυτούς τους νέους, τη νεολαία μας, θα θέλαμε ν’ ακούσουμε τη γνώμη σας!
Έχω ένα και μοναδικό τρόπο να κάνω τις συγκρίσεις μου. Θυμάμαι τη νεολαία της εποχής μου κι όταν με επισκέπτονται ομάδες μαθητών από τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, μόνο δάκρυα δεν μου ’ρχονται στα μάτια, αναλογιζόμενος τη στέγνια της εποχής μου. Ο δρόμος πάει καλά. Αύριο, είμαι βέβαιος πως θα έχουμε ένα νέο πνευματικό κόσμο στη χώρα μας. Τα παράθυρα ανοίγουν και η πνευματική μιζέρια παραχωρεί τη θέση της στο φως…

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

Ὁ πράσινος κῆπος

Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.


Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση

Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.



Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοί

Χωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.



Ἕνας μικρότερος κόσμος

Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὄπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.


Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.



Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.

Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».



Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.



Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...

Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.



Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ

Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὅρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!



Εἰρήνη εἶναι ὅταν...

Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.

(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)



Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι

Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες
φερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης. Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε. Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα; Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Νὰ κάθονται πάνω τῆς ἣ νὰ πορεύονται,
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή. Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα. Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν. Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται.



Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια

Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!

Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!



Ἐπιστροφή

Μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
βρῆκα τὸ πατρικό μου σπίτι νὰ κοιτάζει,
μὲς ἀπ᾿ τὶς φυλλωσιές, σὰν ἄλλοτε, τὴ δύση.

-μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου.

Γοργὰ τὸ νζάκι ἡ μάνα μου τρέχει ν᾿ ἀνάψει.
Κ᾿ ἐνῷ ἀπ᾿ τὴν πόρτα βλέπω τὶς γλυκές του λάμψεις,
μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
δὲ μπαίνω μέσα. Ἀπέξω κάθομαι καὶ κλαίω...



Σοῦ στήνω μία καλύβα

Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!



Ἐπιστροφὴ στὸ βουνό

Δὲ θὰ ξανάρθω πιὰ κοντά σου
νὰ μὴν ἀκούσεις τὸ ποτάμι
ποὺ μὲς στὸ στῆθος μου κυλᾷ.
Ἂν δεῖς τὸν ἥλιο νὰ σοῦ γνέφει
τὸν ἕσπερο νὰ σὲ ρωτᾷ,
βάλε τὰ σπάρτα τὰ μαλλιά σου
τὶς μυγδαλιὲς στὴν ἀγκαλιά σου
κι᾿ ἔβγα νυφούλα στὰ βουνὰ
Ἔβγα νυφούλα στὰ βουνά.
κι᾿ ἂν σὲ ρωτήσουνε τ᾿ ἀλάφια,
ἂν σὲ ρωτήσουν τὰ πουλιά,
πές τους: θὰ βγῶ μὲ τὸ φεγγάρι,
μὲ τρεῖς ἀγγέλους συντροφιά!
Διπλὸ γαρύφαλλο στ᾿ ἀφτί μου,
ἡ μάνα μου καὶ τ᾿ ἄλογό μου,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κ᾿ ἑφτὰ παιδιά!



Δίχως ἐσέ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.



Τὸ παιδὶ μὲ τὴ φυσαρμόνικα

Θὰ βγῶ στὸν κάμπο νὰ μαζέψω
τὰ πεσμένα φύλλα τοῦ ἥλιου,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του -τοῦτο τὸ καλοκαίρι-,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του σὲ φύλλα γιὰ νὰ γράψω
τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ τραγούδι σου, Ἑλληνόπουλο!
Γιατὶ τὸ χῶμα δὲ μὲ φτάνει! Δὲ μὲ φτάνει τὸ αἷμα μου!
Γιατὶ τὰ δάκρια μου δὲ φτάνουνε νὰ πλάσω τὸν πηλό μου!
Τί νὰ τὸ κάνω τὸ σπίτι μου; Ἔξω σὲ τραγουδᾶνε!
Ἔξω μιλοῦν γιὰ σένανε! Δέ μου φτάνει ἡ φωνή μου!
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς «Ὄχι» στὸ θάνατο.
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ πήγαινες σφυρίζοντας ἀντίθετα
στ᾿ ἀστροπελέκι,ἀντίθετα στὴ διαταγὴ
καὶ στὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς γῆς! Ἀντίθετα
στὰ γαλανά σου μάτια ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἔρωτα!



Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆ

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!



Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν Ταΰγετο

Ἔστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.



Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές...

Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα,
ἄσπρισαν ἀπ᾿ τὰ λόγια σου, γείρανε τὰ κλαδιά τους
γιόμισα τὸ μικρό μου κόρφο, πῆγα καὶ στὴ μάνα μου.

Κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ μάλωνε:
Χτὲς σ᾿ ἔλουσα, χτὲς σ᾿ ἄλλαξα, ποὺ γύριζες -
ποιὸς γιόμισε τὰ ροῦχα σου δάκρυα
καὶ νεραντζάνθια;



Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!



Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!



Μεταρσίωση

Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.

Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.

Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.