Ὁ πράσινος κῆπος
Ἔχω τρεῖς κόσμους. Μιὰ θάλασσα, ἕναν
οὐρανὸ κι ἕναν πράσινο κῆπο: τὰ μάτια σου.
Θὰ μποροῦσα ἂν τοὺς διάβαινα καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ σᾶς ἔλεγα
ποῦ φτάνει ὁ καθένας τους. Ἡ θάλασσα, ξέρω.
Ὁ οὐρανός, ὑποψιάζομαι. Γιὰ τὸν πράσινο κῆπο μου,
μὴ μὲ ρωτήσετε.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση
Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.
Οἱ μουσικοὶ ἀριθμοίΧωρὶς τὴ μαθηματικὴ τάξη, δὲν στέκει
τίποτε: Οὔτε οὐρανὸς ἔναστρος,
οὔτε ρόδο. Προπαντὸς ἕνα ποίημα.
Κι εὐτυχῶς ὅτι μ᾿ ἔκανε ἡ μοῖρα μου
γνώστη τῶν μουσικῶν ἀριθμῶν,
ὅτι κρέμασε μίαν ἀχτίνα ἐπὶ πλέον
τὸ ἄστρο τῆς ἡμέρας στὴν ὅρασή μου
καὶ κάνοντας τὰ γόνατά μου τραπέζι
ἐργάζομαι, ὡς νά ῾ταν νὰ φτιάξω
ἕναν ἔναστρο οὐρανό, ἢ ἕνα ρόδο.
Ἕνας μικρότερος κόσμος
Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὄπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.
Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων
Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.
Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».
Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της...
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.
Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.
Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦΚάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὅρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Εἰρήνη εἶναι ὅταν...
Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)
Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι
Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες
φερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης. Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε. Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα; Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Νὰ κάθονται πάνω τῆς ἣ νὰ πορεύονται,
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή. Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα. Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν. Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγω ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Ἐπιστροφή
Μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
βρῆκα τὸ πατρικό μου σπίτι νὰ κοιτάζει,
μὲς ἀπ᾿ τὶς φυλλωσιές, σὰν ἄλλοτε, τὴ δύση.
-μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου.
Γοργὰ τὸ νζάκι ἡ μάνα μου τρέχει ν᾿ ἀνάψει.
Κ᾿ ἐνῷ ἀπ᾿ τὴν πόρτα βλέπω τὶς γλυκές του λάμψεις,
μὲ σπαραγμὸ κρατώντας τὴ βαριὰ καρδιά μου
δὲ μπαίνω μέσα. Ἀπέξω κάθομαι καὶ κλαίω...
Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων,
ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι,
μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Ἐπιστροφὴ στὸ βουνό
Δὲ θὰ ξανάρθω πιὰ κοντά σου
νὰ μὴν ἀκούσεις τὸ ποτάμι
ποὺ μὲς στὸ στῆθος μου κυλᾷ.
Ἂν δεῖς τὸν ἥλιο νὰ σοῦ γνέφει
τὸν ἕσπερο νὰ σὲ ρωτᾷ,
βάλε τὰ σπάρτα τὰ μαλλιά σου
τὶς μυγδαλιὲς στὴν ἀγκαλιά σου
κι᾿ ἔβγα νυφούλα στὰ βουνὰ
Ἔβγα νυφούλα στὰ βουνά.
κι᾿ ἂν σὲ ρωτήσουνε τ᾿ ἀλάφια,
ἂν σὲ ρωτήσουν τὰ πουλιά,
πές τους: θὰ βγῶ μὲ τὸ φεγγάρι,
μὲ τρεῖς ἀγγέλους συντροφιά!
Διπλὸ γαρύφαλλο στ᾿ ἀφτί μου,
ἡ μάνα μου καὶ τ᾿ ἄλογό μου,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κ᾿ ἑφτὰ παιδιά!
Δίχως ἐσέ
Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ φυσαρμόνικαΘὰ βγῶ στὸν κάμπο νὰ μαζέψω
τὰ πεσμένα φύλλα τοῦ ἥλιου,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του -τοῦτο τὸ καλοκαίρι-,
νὰ πλάσω τὶς ἀκτίδες του σὲ φύλλα γιὰ νὰ γράψω
τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ τραγούδι σου, Ἑλληνόπουλο!
Γιατὶ τὸ χῶμα δὲ μὲ φτάνει! Δὲ μὲ φτάνει τὸ αἷμα μου!
Γιατὶ τὰ δάκρια μου δὲ φτάνουνε νὰ πλάσω τὸν πηλό μου!
Τί νὰ τὸ κάνω τὸ σπίτι μου; Ἔξω σὲ τραγουδᾶνε!
Ἔξω μιλοῦν γιὰ σένανε! Δέ μου φτάνει ἡ φωνή μου!
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς «Ὄχι» στὸ θάνατο.
Θὰ τρέξω ἐκεῖ ποὺ πήγαινες σφυρίζοντας ἀντίθετα
στ᾿ ἀστροπελέκι,ἀντίθετα στὴ διαταγὴ
καὶ στὸ γλυκὸ ψωμὶ τῆς γῆς! Ἀντίθετα
στὰ γαλανά σου μάτια ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἔρωτα!
Ἐλεγεῖο πάνω στὸν τάφο ἑνὸς μικροῦ ἀγωνιστῆΠάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!
Ἀνάμνηση ἀπ᾿ τὸν ΤαΰγετοἜστηνε ἡ Ἄνοιξη τὴν προτομή μου
σὲ μικροὺς λόφους εἰρήνης,
ἔλαμπε καθισμένο στὸ ραβδί μου ἕνα πουλὶ ἀπὸ φῶς
κ᾿ ἔβρεχε ἰριδισμοὺς στὰ πρόβατα τὸ αἰώνιο σέλας τῆς ἀγάπης.
Μὲς στὴ σιωπή, τὸ θαλασσὶ φλοίβησμα τοῦ αἱματός μου
ἀνάδινε τὸν ἦχο τοῦ ἀδραχτιοῦ τῆς μητέρας μου,
ποὺ ὕφαινε στῶν σταχτιῶν τὸ πράσινο καὶ τὸ λευκὸ μαλλὶ τοῦ αὐγερινοῦ.
Μικρὸς Ἑωσφόρος τοῦ φωτὸς στοῦ Εὐρώτα τὶς ροδοδάφνες,
ἔπαιρνα δίπλα τὰ βουνὰ βρεγμένος ἀπὸ τὸ φεγγάρι
μὲ δυὸ ἄσπρους κρίνους στὴν καρδιά,
μ᾿ ἑφτὰ σημαῖες στὰ χείλη,
κι ἀπάνω ἀπὸ τῶν γερακιῶν τὶς ἀτελεύτητες μοναξιὲς
ἐπόπτευα τὸ σύμπαν, θησαυρίζοντας τοπία
κι ἀλλοτινὰ φῶτα στὴ μνήμη μου.
Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές...
Τῆς Σπάρτης οἱ πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια τοῦ ἔρωτα,
ἄσπρισαν ἀπ᾿ τὰ λόγια σου, γείρανε τὰ κλαδιά τους
γιόμισα τὸ μικρό μου κόρφο, πῆγα καὶ στὴ μάνα μου.
Κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ μάλωνε:
Χτὲς σ᾿ ἔλουσα, χτὲς σ᾿ ἄλλαξα, ποὺ γύριζες -
ποιὸς γιόμισε τὰ ροῦχα σου δάκρυα
καὶ νεραντζάνθια;
Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
...Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πὼς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!
Πικραμένος ἀναχωρητής
Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συνεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!
Μεταρσίωση
Τὸ πνεῦμα μου, σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα,
λύνεται ἀπόψε στὸ ἄπειρο χωρὶς νὰ βρίσκει ἀναπαμό.
Τὶς ζῶνες γύρω του ἔσπασε καὶ ἀνατινάζεται θερμὸ
τὸ πνεῦμα μου σὰν οὐρανός, σὰν ὠκεανός, σὰν θάλασσα.
Σὰν γαλαξίας ἀπέραντος τὸ σύμπαν σέρνω στὸ χορό.
Ἥλιο τὸν ἥλιο γκρέμισα, θόλο τὸ θόλο χάλασα,
κι εἶμαι σὰν μίαν ἀπέραντη, πλατιὰ γαλάζια θάλασσα,
ποὺ οἱ στενοὶ πάνω μου οὐρανοὶ δὲ μοῦ σκεπάζουν τὸ νερό.